χαρωπότητα

χαρωπότητα
η
η ιδιότητα του χαρωπού, η ευθυμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρωπότητα — η / χαροπότης, ότητος, ΝΜΑ [χαρωπός / χαροπός] νεοελλ. η ιδιότητα τού χαρωπού μσν. αρχ. (για τα μάτια) λαμπρότητα, λάμψη …   Dictionary of Greek

  • χαροπότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. χαρωπότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”